αρμάτα

αρμάτα
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.020 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κόνιτσας του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόνιτσας.
* * *
(I)
η
η αρμάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. armata «στόλος» (< λατ. armata, θηλ. του armatus, παθ. μτχ. του armo «οπλίζω, εξοπλίζω») ή, κατ' άλλους, από παρετυμολογική επίδραση της λ. αρμάδα].
————————
(II)
η
1. οπλισμός, πανοπλία
2. η πολυτελής φορεσιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρματώνω ή < ιταλ. armata (< λατ. armata, θηλ. του armatus, παθ. μτχ. του armo «οπλίζω, εξοπλίζω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἄρματα — ἄρμα that which one takes neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅρματα — Ἅρμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅρματα — ἅρμα chariot neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρματ' — ἄρματα , ἄρμα that which one takes neut nom/voc/acc pl ἄρματι , ἄρμα that which one takes neut dat sg ἄρματε , ἄρμα that which one takes neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅρμαθ' — Ἅρματα , Ἅρμα neut nom/voc/acc pl Ἅρματι , Ἅρμα neut dat sg Ἅρματε , Ἅρμα neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅρμαθ' — ἅρματα , ἅρμα chariot neut nom/voc/acc pl ἅρματι , ἅρμα chariot neut dat sg ἅρματε , ἅρμα chariot neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅρματ' — Ἅρματα , Ἅρμα neut nom/voc/acc pl Ἅρματι , Ἅρμα neut dat sg Ἅρματε , Ἅρμα neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅρματ' — ἅρματα , ἅρμα chariot neut nom/voc/acc pl ἅρματι , ἅρμα chariot neut dat sg ἅρματε , ἅρμα chariot neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… …   Dictionary of Greek

  • άρμα — I (λ. λατιν.), συνήθως στον πληθ. άρματα, τα όπλο, όπλα: Πέθαναν με τ άρματα στο χέρι. Φρ. «βάζω κάτω (ή ρίχνω) τ άρματα», αναγνωρίζω πως νικήθηκα (κυριολ. και μτφ.). II ατος 1. αρχαίο πολεμικό όχημα δίτροχο, ελαφρύ, που το έσερναν δύο ή τέσσερα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”